- πολυέλαιος
- lustre
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek
πολυέλαιος — ο πολύφωτο, πολυκάντηλο (για ναούς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυέλαιον — πολυέλαιος owning many oliveyards masc/fem acc sg πολυέλαιος owning many oliveyards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυελαίου — πολυέλαιος owning many oliveyards masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυέλαιοι — πολυέλαιος owning many oliveyards masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… … Православная энциклопедия
полиелей — средний церковный праздник, в который на всенощной церковь освещена особенно ярко (Проск. Арс. Сухан. 226, 230). От греч. πολυέλαιος (потребляющий) много масла (для освещения) ; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 155; Преобр. I, 214 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
ολιγοέλαιος — ὀλιγοέλαιος, ον (Α) (για τον καρπό τής ελιάς) αυτός που παρέχει μικρή ποσότητα ελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + έλαιος (< ἐλαία), πρβλ. ευ έλαιος, πολυέλαιος] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek